- τετράπρακτος
- η , ο [ος , ον ], τετράπραχτος, η , ο театр, в четырёх действиях
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετράπρακτος — και τετράπραχτος, η, ο, Ν (για θεατρικό έργο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πράξεις («τετράπρακτη κωμωδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πράξη (πρβλ. μονό πρακτος)] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράπραχτος — η, ο και τετράπρακτος, η, ο θεατρικό έργο με τέσσερις πράξεις: Τετράπραχτη κωμωδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)